Όταν η δικτατορία προωθούσε την παράνομη
απασχόληση ξένων εργατών στην Ελλάδα
του Γιώργου Ρακκά από το Άρδην τ. 90 που
κυκλοφορεί
Σάλο προκάλεσαν οι δημόσιες δηλώσεις υποστήριξης του επικεφαλής και των
βουλευτών της Χρυσής Αυγής προς την επταετή δικτατορία. Παρ’ όλο που τα
καθεστωτικά μέσα και οι σχολιαστές έπεσαν υποτίθεται από τα σύννεφα, η στάση
της Χ.Α. είναι αναμενόμενη –και εκπεφρασμένη ρητώς εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Στοχεύει δε στην εκ των υστέρων αποκατάσταση της δικτατορίας στα μυαλά του
φτωχού και εν πολλοίς ανενημέρωτου κόσμου στον οποίο απευθύνεται, μέσα από την
υιοθέτηση ενός πολύ απλού αναδρομικού σχήματος: Αφού η δημοκρατία απέτυχε, και
η χώρα χρεοκόπησε, η δικτατορία ήταν… καλύτερη!
Πρόκειται για την κλασική γκεμπελική διαστροφή της πραγματικότητας, που
επιστρατεύει μισή αλήθεια, για να δικαιώσει ένα ψέμα. Επί του προκειμένου, το
γεγονός ότι, όντως, η 3η ελληνική δημοκρατία και οι παρασιτικές δυνάμεις που
την εξέφραζαν χρεοκόπησαν, χρησιμοποιείται για να αποκαταστήσει ένα προχτεσινό,
ήδη χρεοκοπημένο καθεστώς –με τον ίδιο τρόπο που, οι ναζί κατά τον μεσοπόλεμο,
προέβαλαν την παρακμή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ως το κύριο επιχείρημα για
την αναδίπλωση σ’ έναν επιθετικό σοβινισμό.
Ωστόσο, η πανουργία της Ιστορίας εκθέτει ανεπανόρθωτα τη Χρυσή Αυγή και τη
γραμμή αποκατάστασης των πεπραγμένων της επταετίας που έχει υιοθετήσει. Διότι
μια μελέτη ορισμένων, πολύ σημαντικών για την εποχή τους, επιλογών της
δικτατορίας, αναδεικνύει λησμονημένες πολιτικές που ομοιάζουν εντυπωσιακά με
ό,τι η Χρυσή Αυγή σήμερα καταγγέλλει, ιδιαίτερα δε σε ό,τι αφορά σ’ ένα ζήτημα
που αναδεικνύει κατ’ εξοχήν η Χ.Α.: τη μετανάστευση! Έτσι, ποιος σήμερα θυμάται
ότι η δικτατορία ήταν η πρώτη που συστηματικά προώθησε την εγκατάσταση ξένων,
και κατά κύριο λόγο παράνομων, εργατών στην Ελλάδα, ως μια ύστατη λύση για να
συγκρατήσει χαμηλά τα μεροκάματα; Αυτό, δηλαδή, για το οποίο καταγγέλλει η Χ.Α.
τη «δημοκρατία», σ’ ένα όργιο πολιτικής διαστροφής, το έκαναν οι ίδιοι οι
πολιτικοί της πρόγονοι! Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή.
Είναι γνωστή η παραφιλολογία που αναπτύσσουν κύκλοι της Χ.Α. για τα
«οικονομικά επιτεύγματα» της δικτατορίας. Για την επαλήθευσή τους παραθέτουν
διάφορα, ατάκτως ερριμμένα στατιστικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα τους
ρυθμούς μεγέθυνσης (7,2%- 1968, 11.6%-1969, 8.9%-1970, 7.8%-1971, 10.2%-1972),
ή την προνομιακή ενίσχυση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και οικονομικών
δραστηριοτήτων (γεωργία, οικοδομή, τουρισμός)¹.
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι η δικτατορία πάτησε επάνω στην κεκτημένη
ταχύτητα ενός αναπτυξιακού άλματος που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα κατά τη
δεκαετία 1957-1966. Σε μεγάλο βαθμό μάλιστα το εξάντλησε, με την έννοια ότι
αρκέστηκε σε μια πολιτική διαχείρισης, και μάλιστα στρεβλής, διάφορων πλευρών
του, ενώ δεν προέβη σε καμία πρωτοβουλία για να το προστατέψει από την
υπερθέρμανση ή από τη διεθνή οικονομική κρίση που ξέσπασε κατά τις αρχές του
’70.
Είναι γνωστό ότι, κατά την περίοδο 1957-1966, η Ελλάδα μπήκε σε έντονη
αναπτυξιακή τροχιά, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνες χωρών όπως η…
Ιαπωνία. Αρχικά, αιχμή της ελληνικής ανάπτυξης υπήρξε η οικοδομή, που στη
συνέχεια τροφοδότησε την εγχώρια βαριά βιομηχανία (τσιμέντα, αμίαντος κ.α.), η
οποία άρχισε να αποκτάει και εξαγωγικό χαρακτήρα².
Σ’ αυτή τη δυναμική, η δικτατορία προσέθεσε μόνο κάποιες πινελιές…
παρασιτισμού, με την έμφαση που έδωσε στον τουρισμό ή στα δημόσια έργα.
Χαρακτηριστικές οι εικόνες με τον Παττακό να κρατάει μυστριά και σκεπάρνια στα
εγκαίνια των δρόμων, ακόμα πιο χαρακτηριστική, ως απαράδεκτη, η τακτική της
δικτατορίας να συνάπτει εξωτερικά δάνεια με διαμεσολαβητή την Τράπεζα της
Ελλάδος, προκειμένου να χρηματοδοτήσει αυτά τα δημόσια έργα³. Το αποτέλεσμα
αυτών των παρασιτικών πρακτικών ήταν να εμφανιστούν, σε εμβρυακή μορφή, όλες
εκείνες οι τάσεις που, τρεις δεκαετίες αργότερα, υπό τον μανδύα του
εκσυγχρονισμού, υπονόμευσαν την οικονομική και κοινωνική βάση της χώρας: από τα
φαραωνικά έργα και την «ανάπτυξη της μπουλντόζας», που διέλυσαν τις πόλεις και
τα χωριά μας, μέχρι το εξωτερικό χρέος, το οποίο κατά τη διάρκεια της επταετίας
υπερδιπλασιάστηκε (βάσει των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά την
πενταετία 67-71 εισήχθησαν στην Ελλάδα 550.8 εκ. $ στον ιδιωτικό τομέα, και
602.2 εκ.$ στον δημόσιο, υπό τη μορφή δανείων)4.
Μέσα σε αυτό το οικονομικό κλίμα, κάνει την πρώτη του εμφάνιση το φαινόμενο
της εισαγωγής ξένης εργατικής δύναμης. Η ιστορία έχει ως εξής: Κατά τη διάρκεια
της δικτατορίας, η φυγή των Ελλήνων εργαζόμενων προς το εξωτερικό εντείνεται.
Επίσης μειώνεται δραστικά το ποσοστό των επαναπατρισμών. Το στοιχεία είναι
αμείλικτα: Μετά την πτώση στο ποσοστό της μετανάστευσης, που καταγράφηκε το
1966, είχαμε νέα αύξηση των ρευμάτων προς το εξωτερικό. Το 1968 έφυγαν 51.000
άτομα, το ’69 91.500, το ’70 93.000 και το 1971 62.0005.
Ταυτόχρονα, το ποσοστό της παλιννόστησης έπεσε από το 38% που κυμαινόταν κατά
τη δεκαετία 1951-1960, στο 14% κατά την τριετία ’67-’706.
Η μεγάλη μαζική φυγή οφείλεται σε δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι
πολιτικός, και οφείλεται στο γενικότερο κλίμα της έλλειψης ελευθεριών και της
στέρησης των δημοκρατικών δικαιωμάτων των Ελλήνων εργαζόμενων. Ο δεύτερος είναι
οικονομικός: Ο κατώτατος μισθός για μια ανειδίκευτη Ελληνίδα εργάτρια στη
Γερμανία ήταν 260 δρχ, ενώ ενός ανειδίκευτου εργάτη 320 δρχ. Την ίδια εποχή,
στην Ελλάδα, οι αντίστοιχοι μισθοί κυμαίνονταν από 120 μέχρι το πολύ 150 δρχ7. Μεγάλη διαφορά έχουν και οι συνθήκες
δουλειάς, η ασφάλιση κ.ο.κ.
Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του αντιπροέδρου
της ΛΑΡΚΟ, για την άρνηση του ελληνικού προλεταριάτου να παραμείνει
απασχολημένο με τους όρους δουλειάς που του επιφυλάσσει η ελληνική βιομηχανία:
Με μεγάλη δυσκολία καλύπτουμε προσωρινά ένα μέρος από τις ανάγκες μας σε
μεταλλωρύχους. Ειδικοί υπάλληλοί μας περιοδεύουν στην ύπαιθρο και προσπαθούν να
αποσπάσουν υποαπασχολούμενους αγρότες από τα χωράφια και να τους οδηγήσουν στο
εργοστάσιο. Για να πείσουν τους αγρότες, έχουν μαζί τους διάφορα διαφημιστικά
έντυπα, που δείχνουν τις εγκαταστάσεις της ΛΑΡΚΟ και τις γενικότερες συνθήκες
διαβιώσεως του προσωπικού της, ενώ σκεφτόμαστε παράλληλα να γυρίσουμε
διαφημιστικές ταινίες, οι οποίες θα προβληθούν από τους κινηματογράφους των
επαρχιών. Οι περισσότεροι όμως από τους προσλαμβανόμενους φεύγουν πολύ σύντομα
και επιστρέφουν στα χωριά τους, γιατί δεν μπορούν να προσαρμοσθούν στις
συνθήκες της βιομηχανικής εργασίας»8.
Επάνω ακριβώς σε αυτή την τεχνητή έλλειψη, που δημιουργούν οι άθλιες
συνθήκες δουλειάς, προκύπτει η ανάγκη για την υποκατάσταση της ντόπιας
εργατικής δύναμης από την ξένη. Στο σχετικό δημοσίευμα, με τις δηλώσεις του
εκπροσώπου της Λάρκο, ανακοινώνεται ότι η εταιρεία ήδη αναζητούσε εργάτες στις
αφρικανικές χώρες.
Έτσι, κατά τα τέλη του 1972, ο ΣΕΒ ζητάει επίσημα από την κυβέρνηση να προβεί
σε διακρατικές συμφωνίες για 10.000 ξένους εργαζόμενους9.
Η κυβέρνηση, βέβαια, έχει ήδη ξεκαθαρίσει ότι δεν προβλέπεται να προβεί σε
τέτοιες επίσημες κινήσεις10. Ωστόσο, οι
δηλώσεις της είναι παραπλανητικές: Τα σχετικά δημοσιεύματα αναφέρουν ότι ήδη
στη χώρα εργάζονται 20-30 χιλιάδες ξένοι άνθρωποι (από την Αίγυπτο, το Πακιστάν,
τη Λιβύη, τον Λίβανο, την Ινδία κ.α.), που στην πλειονότητά τους δεν διαθέτουν
άδειες εργασίας, και αμείβονται με πολύ χαμηλά ημερομίσθια, δίχως ασφάλιση11.
Καθώς οι εργαζόμενοι αυτοί απορροφούνται στην ελληνική βιομηχανία και
αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες συνέπειες της υποκατάστασης ντόπιας
εργατικής δύναμης από την ξένη, αρχίζουν και οι πρώτες αντιδράσεις, ενώ δεν
λείπουν και τα δημοσιεύματα που αποκαλύπτουν τις άθλιες συνθήκες διαβίωσής
τους, τα πρώτα προβλήματα στη γειτονιά κ.ο.κ.12.
Τον Ιούνιο του 1974, το Εργατικό Κέντρο Αθήνας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου
για τη συμπαιγνία της δικτατορίας και των μεγαλοβιομηχάνων, υποστηρίζοντας ότι
η «εύκολη λύση» της εκμετάλλευσης των ξένων εργατών ρίχνει κι άλλο τα
ημερομίσθια και εξαναγκάζει τους Έλληνες στη μετανάστευση, και ζητά τη
νομιμοποίησή τους13. Από την αρχή που
ανοίγει το ζήτημα, τα συνδικάτα είχαν τοποθετηθεί λέγοντας ότι η λύση στο
πρόγραμμα περνάει μέσα από την αύξηση των ημερομισθίων και τη γενικότερη
βελτίωση των όρων δουλειάς14.
Η δικτατορία, βέβαια, κάνει τα στραβά μάτια. Οι ταξικές της συμμαχίες
απαγορεύουν κάτι τέτοιο, και τα φθηνά μεροκάματα είναι το μόνο συγκριτικό
πλεονέκτημα της ελληνικής βιομηχανικής ανάπτυξης. Δίχως αυτά, θα σταματούσε το
«ελληνικό θαύμα» – και γι’ αυτό η δικτατορία κρατούσε τους μισθούς πολύ χαμηλά
σε σχέση με την άνοδο της παραγωγικότητας. Το γενικό σχήμα
περιγράφεται ανάγλυφα από τον Γ. Καραμπελιά, σε βιβλίο της περιόδου:
Η εξίσωση των μεροκάματων, από «καθαρά οικονομική» άποψη, είναι το ίδιο αναπόφευκτη,
όμως μια τέτοια εξίσωση θα σήμαινε καταστροφή για τον αναπτυσσόμενο ακόμη
ελληνικό καπιταλισμό. Η δυνατότητά του να πλησιάσει, αν όχι να φτάσει τα
βιομηχανικά ανεπτυγμένα κράτη της Ευρώπης, στηρίζεται σήμερα σε μια πολιτική
χαμηλών μεροκάματων. Η βίαιη όμως διατήρηση των μεροκάματων σε χαμηλό επίπεδο
[…] δημιουργεί αυτόματα μια τάση ροής του εργατικού δυναμικού προς το
εξωτερικό, τη μετανάστευση. […]
Η μετανάστευση, ενώ έχει αρχίσει να ’ναι αχρείαστη και βλαβερή για τον
βιομηχανικό καπιταλισμό, συνεχίζεται ασταμάτητη. Το αποτέλεσμα είναι μια ισχυρή
τάση για ανέβασμα των μεροκάματων και έλλειψη εργατικών χεριών σε αρκετούς
κλάδους (πλοία, ναυπηγεία, μεταλλεία, υφαντουργεία κ.λπ.). Η δυνατή λύση, της
αύξησης σχεδόν σε δυτικοευρωπαϊκό επίπεδο των μεροκάματων, είναι αυτοκτονία για
τον ελληνικό καπιταλισμό. Η στρατιωτική φασιστική δικτατορία, η κυβέρνησή της,
κατορθώνει σ’ ένα βαθμό να κρατήσει τα μεροκάματα χαμηλά, με την ανοιχτή βία.
Όμως τους Έλληνες αγρότες και εργάτες δεν κατορθώνει να τους κρατήσει «μέσα».
Κόβει τα διαβατήρια από τις περιοχές της Β. Ελλάδας, κάνει προπαγάνδα («γίνετε
ναυτικοί»), από τότε που πήρε την εξουσία διπλασίασε τις σχολές τεχνικής
εκπαίδευσης, προπαγανδίζει για «επιστροφή» από την Δ. Γερμανία κ.λπ.
Αποτέλεσμα: μηδέν εις το πηλίκον. Οι Έλληνες εξακολουθούν νά ’χουν το «πνεύμα
του Οδυσσέως».
Πού βρίσκεται η λύση, λοιπόν; Στα ελληνικά καράβια δουλεύουν ήδη 30-40 χιλ.
ξένοι εργάτες, μαύροι και κίτρινοι. Ο Παττακός περιόδευσε και εξακολουθεί να
περιοδεύει στην Αφρική, για μια βασική ανομολόγητη αιτία: Το νοίκιασμα φτηνής
εργατικής σάρκας. Ήδη υπάρχουν εργοστάσια (όπως του Κεράνη) που το ανειδίκευτο
προσωπικό τους είναι έγχρωμοι εργάτες. Ανάμεσα στη λύση του απομονωτισμού και
την επικίνδυνη εισαγωγή ξένων εργατών, οι Έλληνες καπιταλιστές θα διαλέξουν τη
δεύτερη. […] Μέσα σε λίγα χρόνια ο καπιταλισμός θα παρουσιάζει ένα «περίεργο»
φαινόμενο (αν, φυσικά, δεν υπάρξει γενικότερη κρίση). Θα προμηθεύει μετανάστες
στους μεγαλύτερους αδερφούς, και θα παίρνει από τους καταπιεζόμενους λαούς15.
Έτσι, με αυτήν τη λογική, η δικτατορία συνέχισε να ευνοεί επί της ουσίας
την παράνομη απασχόληση των ξένων εργατών, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να
κινητοποιηθούν οι χώρες προέλευσης, για να διεκδικήσουν τα δίκαια των πολιτών
τους! Έτσι, σε σχετικό δημοσίευμα, πληροφορηθήκαμε ότι ήδη η Αίγυπτος έχει
κάνει σχετικά διαβήματα προς την ελληνική πλευρά16.
Επίσης, στο ίδιο δημοσίευμα, τονίζεται ότι η ολιγωρία του καθεστώτος απειλεί να
διασύρει την Ελλάδα διεθνώς αναφορικά με το ζήτημα, διότι είναι αδιανόητο να επικαλείται
τις διεθνείς συνθήκες για τη μετανάστευση σε σχέση με τους Έλληνες εργάτες του
εξωτερικού, και να τις παραβιάζει σε ό,τι έχει να κάνει με τους ξένους εργάτες
που δουλεύουν στην χώρα.
Ποιος να το φανταζόταν, λοιπόν, ότι η δικτατορία θα ήταν εκείνη που
θα εγκαινίαζε τη συστηματική χρησιμοποίηση της παράνομης εργασίας των
μεταναστών, ως εργαλείο υποκατάστασης της ανύπαρκτης οικονομικής πολιτικής της;
Κι όμως, σ’ αυτό, όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα, αναδεικνύεται, παραδόξως ως
ο προπάτορας του… εκσυγχρονισμού και των πολιτικών με τις οποίες το ΠΑΣΟΚ κατά
κύριο λόγο, και η ΝΔ στη συνέχεια, διέλυσαν την ελληνική κοινωνία και οικονομία
κατά τη δεκαπενταετία 1996-2011.
Οι εκλεκτικές συγγένειες μπορούν να ερμηνευθούν. Από τις αρχές της
δεκαετίες του 1970 κι έπειτα, ξεκινάει μια κρίση σε όλον το δυτικό κόσμο, η
οποία θα καταλήξει στην αποβιομηχάνιση και στη χρηματιστηριοποίηση. Τούτο είναι
και το απώτερο αίτιο που σοβεί πίσω από την υπερθέρμανση και την κρίση που
αντιμετωπίζει το «ελληνικό οικονομικό θαύμα» από το 1970 κι έπειτα. Μέσα σ’
αυτή την αρχική, θα λέγαμε, κρίση, συμπυκνωμένα και σε εμβρυακό στάδιο, κάνει
τα πρώτα του βήματα ο μετέπειτα κυρίαρχος παρασιτισμός – και αυτό φαίνεται στην
έμφαση που δίνεται στην κατανάλωση, στον ατομικισμό, αλλά και στο… τσιμέντο με
το οποίο η χούντα πνίγει την Ελλάδα, στα χρέη, και βέβαια στην… παράνομη
μετανάστευση.
Βέβαια, όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα για τον Μιχαλολιάκο και την
κοινοβουλευτική του συμμορία τραμπούκων. Εξάλλου, η δικτατορία λειτουργεί γι’
αυτούς ως πρότυπο, σε ό,τι έχει να κάνει με την κατάργηση της δημοκρατίας και
την αυταρχική επιβολή, κι από εκεί και πέρα «άσπρος γάτος, μαύρος γάτος, αρκεί
να πιάνει ποντίκια», που θα έλεγε και ο μισητός σε αυτούς Ντεγκ
Σιαοπίνγκ. Εξάλλου, αυτός είναι ο στόχος: Η αυταρχική εκτροπή της εξουσίας και
η οριστική υπονόμευση της δημοκρατίας. Κατά τα άλλα, ακόμα και η Χρυσή Αυγή θα
μπορούσε να δικαιολογήσει μια τέτοια πολιτική για «το καλό της τάξης». Ούτως ή
άλλως, επωάζεται στο θνησιγενές στάδιο ενός καθεστώτος, που έχει κηρύξει πόλεμο
στην ιστορική μνήμη – και άρα ευνοεί τη διαστροφή και τον εξωραϊσμό του
παρελθόντος…
ΠΗΓΗ ΑΡΔΗΝ
Σημειώσεις
1. Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Τόμος ΙΣΤ΄, σελ.
289.
2. Γιώργος Καραμπελιάς, Μικρομεσσαία Δημοκρατία, Εκδόσεις
Κομμούνα, Αθήνα 1982, σελ. 129-131.
3. Ιωάννης Πεσμαζόγλου, «Η ελληνική οικονομία μετά την 21η Απριλίου –
η σύγκριση με τα πρίν χρόνια»,Οικονομικός Ταχυδρόμος, Πέμπτη 15
Αυγούστου 1974, σελ. 5-8.
4. Μιχάλης Λυμπεράτος, «Οικονομικές σχέσεις και μηχανισμοί κατά τη
διάρκεια της δικτατορίας», Δρόμος της αριστεράς, Σάββατο 16
Απριλίου 2011.
5. Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Τόμος ΙΣΤ΄,
σελ. 288.
6. Πάνου Λουκάκου, Η έλλειψις εργατικών χεριών εις την βιομηχανίαν»,
Β΄ μέρος, Το Βήμα, 6/7/1971.
7. Πάνου Λουκάκου, «Οι εργάτες φεύγουν –κι όμως μας λείπουν εργατικά
χέρια», Το Βήμα, 9/10/1971.
8. Πάνου Λουκάκου, «Η έλλειψις εργατικών χεριών εις την βιομηχανίαν», Α΄
μέρος, Το Βήμα, 4/7/1971.
9. «Αι απόψεις του Συνδέσμου Βιομηχάνων διά την αντιμετώπισιν του
εργατικού», Το Βήμα, 19/10/1971.
10. «Απεκλείσθη η χρησιμοποίησις ξένων εργατών εις την Ελλάδα», Το
Βήμα, 6/5/1972.
11. Ροσέτου Ευθ. Φακιόλα, «Η πρόσκλησις των ξένων εργατών», Το Βήμα,
5/11/1972 και Βασίλειου Τζαννετάκου, «Τι μπορεί και τι πρέπει να γίνει με τους
ξένους εργάτες στην Ελλάδα», Το Βήμα 14/07/1974.
12. Πάνου Λουκάκου, «20 Πακιστανοί στριμωγμένοι σε 3 δωμάτια!», Το
Βήμα, 11/02/1973.
13.«Τίθεται και πάλι το πρόβλημα των ξένων εργατών», Το Βήμα,
14/06/1972.
14. Πάνου Λουκάκου, Η έλλειψις εργατικών χεριών εις την βιομηχανίαν,
Α΄μέρος, Το Βήμα, 4/7/1971.
15. Γιώργος Καραμπελιάς, Το τέλος του Παλιού Κόσμου, Εκδόσεις
Πολιτιστική Επανάσταση, σελ. 192-193, Αθήνα 1975.
16. Βασίλειου Τζαννετάκου, «Τι μπορεί και τι πρέπει να γίνει με τους ξένους
εργάτες στην Ελλάδα», Το Βήμα14/07/1974.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου