Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ κρατών και οργάνων στο εσωτερικό της ΕΕ

Γιώργος Βασσάλος

Η κυβέρνηση αρέσκεται να λέει ότι «η Ελλάδα είναι ισότιμο μέλος της ΕΕ». Και η αξιωματική αντιπολίτευση όμως επαναλαμβάνει συχνά ότι «η Ελλάδα θα πρέπει να γίνει σεβαστή ως ισότιμό μέλος της ΕΕ». Υπάρχουν όμως ισότιμα μέλη μέσα στο πολιτικό εποικοδόμημα της ΕΕ;
Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό σε τρεις ενότητες: Α) το γενικό πλαίσιο λειτουργίας της ΕΕ κι έπειτα πρόσφατες αλλαγές που συντελούνται όπως Β) η οικονομική διακυβέρνηση και Γ) η τραπεζική ένωση.

Οφείλουμε να αρχίσουμε εξετάζοντας τους συσχετισμούς μεταξύ των κρατών στα διαφορετικά όργανα της ΕΕ. Είναι επίσης απαραίτητο όμως να δούμε το βαθμό πρόσβασης σε αυτά οργανωμένων οικονομικών συμφερόντων. Το δεύτερο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί η ΕΕ δεν είναι απλά ένα άθροισμα των αστικών κρατών που την αποτελούν. Είναι ένας οργανισμός που λειτουργεί σα πολλαπλασιαστής της δύναμης του μεγάλου κεφαλαίου μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς (συχνά και μέσα στην κατά Γκράμσι κοινωνία των πολιτών) και που περιορίζει δραστικά τις όποιες διαδικασίες και μεθόδους επιρροής είχαν κατακτήσει οι κατώτερες τάξεις μέσα στα κράτη.

Η οικονομική δύναμη της κάθε αστικής τάξης ως κριτήριο πολιτικής δύναμης μέσα στην ΕΕ αποκτά, με την ευκαιρία της κρίσης, αυξημένο ρόλο και θεσμικά, πέρα από τον άτυπο που φυσικά πάντα είχε. Αυτό γίνεται, όπως θα δούμε παρακάτω τόσο μέσω της νέας οικονομικής διακυβέρνησης που θέτει τις υπερχρεωμένες χώρες σε υποδεέστερη θέση, όσο και των αυξημένων αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (ΕΜΣ) και των νέων της αρμοδιοτήτων όσο αφορά την επιτήρηση και ανακεφαλαιοποίηση των μεγάλων τραπεζών της Ευρωζώνης.

A. H γενική δομή της ΕΕ

Τα τρία βασικά πολιτικά όργανα της ΕΕ:

1. Το Συμβούλιο των υπουργών και αρχηγών κυβερνήσεων στις διάφορες συνθέσεις του / Το όργανο των 28 κυβερνήσεων
2. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
3. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή / Κομισιόν

Πολύ σημαντικά επίσης και η ΕΚΤ, αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Λουξεμβούργου που ερμηνεύει την εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου.

1. Ας ξεκινήσουμε από το Συμβούλιο στο οποίο οι ιεραρχικές σχέσεις δομούνται με τον πιο προφανή τρόπο. Πρόκειται για το όργανο που καθορίζει τις πολιτικές προτεραιότητες και γενικές κατευθύνσεις της Ένωσης που στη συνέχεια η Κομισιόν πρέπει να μετατρέψει σε νομοθετικές προτάσεις. Αυτές συχνά περιλαμβάνουν την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης εις βάρος των κρατών μελών, άλλοτε νομότυπα κι άλλοτε ξεκάθαρα παράτυπα, όπως έγινε με τις δυνάμεις που δόθηκαν στην ΕΕ για τον έλεγχο των προϋπολογισμών, τον έλεγχο του επιπέδου μισθών κλπ.

Κάθε χώρα έχει ψήφους στο Συμβούλιο ανάλογα με το πληθυσμό της. Για την συντριπτική πλειοψηφία των ζητημάτων πλέον αποφασίζει με ενισχυμένη πλειοψηφία. Αυτό σημαίνει ότι οι προτάσεις περνάνε εκτός αν διαφωνούν κράτη που αντιπροσωπεύουν το 22-38% του πληθυσμού της ΕΕ (ανάλογα με τους συνδυασμούς) ή διαφορετικά 13 κράτη.[1] Με βάση το Συμβιβασμό των Ιωαννίνων του 1994 οι ψηφοφορίες πρέπει να αποφεύγονται. Αν κάποιες χώρες σχηματίζουν μειοψηφία μπλοκαρίσματος μια απόφασης πρέπει να το λένε και το ζήτημα αναβάλλεται μέχρι να βρεθεί συμβιβασμός.

Στην πράξη ποτέ στην ιστορία της ΕΕ δε συνασπίσθηκε ένας μεγάλος αριθμός μικρών χωρών για να μπλοκάρουν κάτι ενάντια στη θέληση των μεγάλων χωρών. Οι μειοψηφίες μπλοκαρίσματος δημιουργούνται όταν οι τρεις μεγάλες χώρες – Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία – δεν έχουν βρει συμβιβασμό μεταξύ τους και κάποια από αυτές αποφασίζει να βρει 3-4 χώρες-καλοθελητές για να μπλοκάρει την απόφαση στην οποία διαφωνεί.

Αυτό το κάνει συχνά η Βρετανία με Ολλανδία, Σουηδία και κάποιες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες όταν θεωρεί ότι απειλούνται οι αγορές του Σίτυ του Λονδίνου από «υπερβολική ρύθμιση». Το κάνει επίσης η Γαλλία με Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα όταν θεωρεί ότι απειλούνται οι γεωργικές επιδοτήσεις και η Γερμανία όταν απειλείται η Volkswagen και οι υπόλοιπες αυτοκινητοβιομηχανίες της από περιβαλλοντικές νομοθεσίες.

Δεν είναι όμως μόνο το μέγεθος των χωρών που μετράει αλλά αναμφισβήτητα και η οικονομική τους δύναμη. Η Πολωνία, η Ισπανία, ακόμα και η Ιταλία, πχ. έχουν μεγάλο αριθμό ψήφων αλλά ποτέ δεν ηγούνται κάποιας μειοψηφίας μπλοκαρίσματος.

Ενδεικτικό επίσης είναι ποιος παίρνει το λόγο κατά τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ECOFIN, του συμβουλίου των υπουργών οικονομικών που είναι η σημαντικότερη σύνθεση του Συμβουλίου μετά από αυτή των αρχηγών των κυβερνήσεων. Εκεί μιλάνε πάντα οι πιο ισχυρές οικονομικά χώρες. Εκτός από τις τρεις μεγάλες, Αυστριακοί, Ολλανδοί και Φιλανδοί παρεμβαίνουν συχνά, αφού παρά το μικρό τους πληθυσμό οι χώρες τους είναι βάση για πολλές μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες. Αντίθετα Ιταλοί και Ισπανοί μιλούν σπάνια κι Έλληνες και λοιποί φτωχοί συγγενείς δε μιλάν σχεδόν ποτέ. Στις συνεδριάσεις του ECOFIN μεγάλο μέρος του χρόνου τρώνε επίσης ο πρόεδρος του Γιούρογκρουπ (Ντάισελμπλουμ) και της Oμάδας Eργασίας του (ThomasWieser), η ΕΚΤ κι ο επίτροπος οικονομικών υποθέσεων (Όλι Ρεν) και κάποιες φορές ανταγωνισμού (Αλμούνια).

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των συνεδριάσεων του ECOFIN και του Γιούρογκρουπ (το ίδιο για τις χώρες του Ευρώ) του 2010-2011 όπου συζητιόταν συνεχώς η ελληνική περίπτωση χωρίς ποτέ ο τότε υπουργός Γιώργος Παπακωνσταντίνου να βγάζει μιλιά. Η κορύφωση του δράματος αυτού ήταν τον Οκτώβρη του 2011, όταν οι εκπρόσωποι των τραπεζιτών από όλο τον κόσμο που είχαν δανείσει την Ελλάδα (International Institute of Finance), ο Τζόσεφ Άκερμαν τότε πρόεδρος της Deutsche Bank και δύο ακόμα (C. Dallara και B. Prot) βρίσκονταν μέσα στο κτίριο του Συμβουλίου. Ο τότε επικεφαλής της Ομάδας Εργασίας του Γιούρογκρουπ (σώμα που διορίζεται από Κομισιόν, Συμβούλιο και ΕΚΤ), Βιτόριο Γκρίλι διαπραγματευόταν σε ξεχωριστό δωμάτιο το ύψος του κουρέματος και κάθε λίγο έμπαινε στην αίθουσα της ολομέλειας για να ενημερώσει τους αρχηγούς κρατών σχετικά με την τελευταία προσφορά των τραπεζιτών.

Εντωμεταξύ οι ηγέτες συζητούσαν εντελώς προσχηματικά άλλα θέματα, αλλά στην πραγματικότητα απλά περίμεναν, με τον εκνευρισμό να αυξάνεται και πχ. να ψιλοτσακώνονται ο Σαρκοζί με τον Κάμερον. Σε μια κρίση ειλικρίνειας που τα ΜΜΕ δεν επιτρεπόταν να είναι εκεί για να καλύψουν ο Σαρκοζί, όταν του ανακοινώθηκε από τον Γκρίλι το ποσό του κουρέματος που ήταν έτοιμοι να δεχτούν οι τραπεζίτες, του είπε: «είναι τραπεζίτες, θα βγάλουν σίγουρα πολλά δισεκατομμύρια από αυτή τη συμφωνία, πρέπει να τους πείσεις να πέσουν άλλα 20 δις.» Με τη συμφωνία οι τραπεζίτες πήραν σίγουρα 30 δις. μπόνους από την ΕΕ για να τους ευχαριστήσει που δέχτηκαν το κούρεμα. Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των πέρα δώθε, όμως, ο μετά από λίγο παραιτηθείς Γιώργος Παπανδρέου παρακολουθούσε για πολλές ώρες χωρίς να βγάζει μιλιά. Με βάση τη συμφωνία αυτή έγινε μετά και το κούρεμα των αποθεματικών ασφαλιστικών ταμείων, πανεπιστήμιων κλπ.

Το περιστατικό αυτό γιατί δείχνει ανάγλυφα τις ιεραρχικές σχέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ λόγω και της οξύτητας εκείνης τη στιγμή τις κρίσης που έκανε κάποιους τύπους που τηρούνται συνήθως να περνάνε σε εντελώς δεύτερη μοίρα. Φανερώνει, επίσης, τις ιεραρχικές σχέσεις ανάμεσα στα κράτη και τις ιδιωτικές τράπεζες. Στην πραγματικότητα η Μέρκελ κι ο Σαρκοζί διαπραγματεύονταν με τον Ελβετό επικεφαλή της Ντόιτσε μπανκ Άκερμαν, γνωρίζοντας ότι σε κάθε περίπτωση οι τραπεζίτες θα έβγαιναν κερδισμένοι, και οι υπόλοιποι απλά περίμεναν να τους ανακοινωθεί το αποτέλεσμα.

Γενικότερα, πριν από κρίσιμες συνεδριάσεις του Συμβουλίου τα τελευταία πρόσωπα που βλέπουν συχνά οι υπουργοί πριν μπουν στο κτίριο, είναι οι εκπρόσωποι των μεγάλων εταιρειών. Κι όταν ένας υπουργός αναλάβει μια μεγάλη πολιτική διαμάχη μέσα στο Συμβούλιο στο 90% των περιπτώσεων είναι επειδή τα συμφέροντα κάποιας πολυεθνικής που θεωρεί «εθνικό πρωταθλητή» της χώρας του απειλούνται. Τις περισσότερες φορές οι συνεδριάσεις κυλούν ήρεμα γιατί όλα έχουν προαποφασιστεί σε πρότερες συναντήσεις σε τεχνικό επίπεδο μεταξύ υπουργικών υπαλλήλων. Στις συναντήσεις αυτές συμμετέχουν συχνά κι εκπρόσωποι εταιρειών ως τεχνικοί σύμβουλοί. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι ο σχεδιασμός των πολιτικών εξωτερικού εμπορίου που σε μεγάλο βαθμό γίνεται μέσα στα marketaccessgroups, στα οποία συμμετέχουν χωρίς ψήφο και πολυεθνικές.

Η συνθήκη της Λισαβώνας θέσπισε την εμπλοκή του ευρωπαϊκού κοινοβούλιο σε περισσότερα ζητήματα με το οποίο το Συμβούλιο πρέπει να βρει συμφωνία ώστε να παρθεί μια απόφαση πάνω σε μια νέα νομοθεσία. Το γεγονός αυτό μείωσε ακόμα περισσότερο την ανοχή στη διαφωνία κυρίως από τις οικονομικά ανίσχυρες χώρες, γιατί το Συμβούλιο πρέπει σχετικά γρήγορα να καταλήξει σε μια θέση για τη διαπραγματευτεί στη συνέχεια με το Κοινοβούλιο. Καθιερώθηκε, ακόμα, η διαδικασία του «ανεπίσημου τριλόγου» όπου πριν ακόμα συμφωνηθεί η τελική θέση του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου κι αρχίσει μια επίσημη διαπραγμάτευση, τα όργανα αυτά μαζί με την Κομισιόν βρίσκουν έναν ανεπίσημο συμβιβασμό που εγκρίνουν ταυτόχρονα για να αποφύγουν τις επίσημες διαπραγματεύσεις. Η διαφάνεια μειώνεται έτσι ριζικά, αφού για μήνες τα ζητήματα συζητιούνται σε μη δημόσιες συναντήσεις κορυφής κι εκτός της ανοιχτής πολιτικής διαδικασίας. Κατά φαινομενικά παράδοξο τρόπο, όλο και συχνότερα η Κομισιόν στη τελική φάση του τριλόγου συμμαχεί με το Συμβούλιο ενάντια στο Κοινοβούλιο, ακόμα κι όταν το Κοινοβούλιο υπερασπίζεται μια θέση πιο κοντά στο αρχικό κείμενο της Κομισιόν. Αυτό γίνεται ειδικά όταν την προεδρία έχει κάποια αδύναμη χώρα όπως πριν η Λιθουανία και τώρα η Ελλάδα.

2. Στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο τώρα που είπαμε ότι πρέπει πλέον να συμφωνήσει κι αυτό στις νομοθετικές αποφάσεις και πάλι ο αριθμός βουλευτών ανά χώρα καθορίζεται με βάση των πληθυσμό. Σε αντίθεση από τους ψήφους στο Συμβούλιο, εδώ η Γερμανία έχει το μεγαλύτερο αριθμό ευρωβουλευτών (99) από κάθε άλλη χώρα (η Βρετανία είναι δεύτερη με 75).[2] Αυτό σημαίνει ότι έχει τις μεγαλύτερες αντιπροσωπείες στο εσωτερικό των δύο μεγαλύτερων πολιτικών ομάδων και ιδιαίτερα μέσα στο Λαϊκό Κόμμα που είναι η σπονδυλική στήλη της Ευρωβουλής έχοντας 274 από τους 383 ψήφους που απαιτούνται για την πλειοψηφία.

Και πάλι, το πληθυσμιακό κριτήριο είναι παραπλανητικό. Το ειδικό βάρος που έχουν στο εσωτερικό των πολιτικών ομάδων, στο μοίρασμα των εισηγήσεων κλπ. τα κόμματα των «παλιών» και πλουσιότερων χωρών όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, ακόμα και το Λουξεμβούργο, δε μπορεί να συγκριθεί με αυτό των κομμάτων πολύ μεγαλύτερων χωρών όπως η Πολωνία ή η Ρουμανία που έχουν όμως μια πολύ πιο αδύναμη αστική τάξη.

Ενδιαφέρον έχει επίσης το γεγονός ότι, στην καρδιά της ηπειρωτικής Ευρώπης, έχει επικρατήσει το βρετανικό μοντέλο κοινοβουλευτισμού με τη δράση των λόμπι να είναι απολύτως αποδεκτή πολιτικά και ηθικά και την έννοια του «δημόσιου συμφέροντος» να είναι εξαιρετικά αδύναμη. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, η κοινωνία αποτελείται από διάφορα ειδικά συμφέροντα κι όποιος καταφέρει να «πείσει», «έπεισε». Η αντιπαραβολή του συμφέροντος των πολλών σε σχέση με αυτό των λίγων, θεωρείται εν πολλοίς επάρατος «λαϊκισμός».

Ενώ επίσημα, οι βουλευτές εκλέγονται από τους πολίτες και πρέπει να τους εκπροσωπούν, οι βουλευτές των κομμάτων εξουσίας των περισσοτέρων χωρών λαμβάνουν οδηγίες από τις διπλωματικές υπηρεσίες της χώρας τους για το τι θα ψηφίσουν. Ειδικά στην περίπτωση των τριών μεγάλων χωρών, οι οδηγίες αυτές ακολουθούνται πολύ συχνά.

3. Η Κομισιόν τώρα, είναι ένα όργανο αρκετά κομβικό γιατί αυτή εκπονεί όλα τα ευρω-νομοσχέδια. Πρόκειται για μια γραφειοκρατία ανεξάρτητη από κάθε τύπου εκλογές και για πεδίο επιρροής τόσο απευθείας των πολυεθνικών εταιρειών, όσο και των κυβερνήσεων με βάση την ισχύ τους. Οι Ευρωπαίοι Επίτροποι που είναι οι πολιτικοί της προϊστάμενοι διορίζονται από τις κυβερνήσεις. Τα σημαντικά χαρτοφυλάκια μοιράζονται ανάμεσα στις ισχυρές χώρες. Ο Ανταγωνισμός, η Εσωτερική Αγορά, οι Οικονομικές Υποθέσεις, το Εξωτερικό Εμπόριο ποτέ δε θα δοθούν σε έναν Έλληνα, ένα Λετονό ή ένα Μαλτέζο. Οι μεγάλες χώρες του νότου, Ιταλία και Ισπανία, έχουν λάβει τα χαρτοφυλάκια αυτά πλάι σε Αυστρία, Ολλανδία, Φιλανδία, Βέλγιο κλπ. Βασική αντίφαση της Κομισιόν είναι ότι, ενώ θεωρητικά οι Επίτροποι είναι ανεξάρτητοι από εθνικά συμφέροντα, εξαρτώνται από τις κυβερνήσεις για διορισμό και επαναδιορισμό τους.

Η συμμαχία της Κομισιόν με τις πολυεθνικές έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία. Όλες οι μεγάλες νομοθετικές και πολιτικές πρωτοβουλίες της, ιστορικά, από την Ενιαία Αγορά και το Ενιαίο νόμισμα, στη Στρατηγική της Λισαβόνας που αντικαταστάθηκε με τη στρατηγική «Ευρώπη 2020», την απελευθέρωση ενέργειας, τηλεπικοινωνιών κλπ., έχουν σχεδιαστεί σε ομάδες εργασίας αποτελούμενες από τα μεγάλα πολυεθνικά συγκροτήματα της Ευρώπης.

Σημαντικότεροι, ίσως, από τους Επιτρόπους είναι οι Γενικοί Διευθυντές της Κομισιόν που μένουν στο ίδιο πόστο για περισσότερα χρόνια, έχουν πιο συστηματική σχέση με τις πολυεθνικές και η εξάρτησή τους από εκλογικές διαδικασίες είναι ακόμα πιο ασθενής από ότι για τους Επιτρόπους. Οι 22 από τους 37 προέρχονται από πέντε εθνικότητες (Βρετανοί, Γάλλοι, Ιταλοί, Γερμανοί και Ολλανδοί) και φυσικά τις Διευθύνσεις εσωτερικής αγοράς, ανταγωνισμού και εμπορίου βρίσκονται αντίστοιχα ένας Βρετανός, ένας Γάλλος κι ένας Ολλανδός.

Η θεωρητική ανεξαρτησία της Κομισιόν από εθνικά συμφέροντα την καθιστά προνομιακό πεδίο επιρροής των πολυεθνικών χωρίς τη μεσολάβηση εθνικών κυβερνήσεων και δομών. Η Κομισιόν αντιλαμβάνεται έτσι κι αλλιώς από ιδεολογική πεποίθηση την υποστήριξη της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών πολυεθνικών ως βασική αποστολή της. «Ισχυρή Ευρώπη» στο μυαλό των γραφειοκρατών της Κομισιόν σημαίνει ισχυρές ευρωπαϊκές πολυεθνικές στον κόσμο. Αντιλαμβάνεται επίσης ως πρόοδο το σπάσιμο των εθνικών κρατικών μονοπωλίων και τη δημιουργία πανευρωπαϊκών ιδιωτικών μονοπωλίων με 4-5 άντε 10 πολυεθνικές να κυριαρχούν σε κάθε τομέα από την αγορά ενέργειας και τις τηλεπικονωνίες μέχρι τα οπλικά συστήματα, τα διατροφικά προϊόντα και τις τράπεζες.

Η ταύτιση των γραφειοκρατών της ΕΕ και δη της Κομισιόν με τα συμφέροντα των πολυεθνικών δεν έχει μόνο ιδεολογικές αιτίες, το ότι είναι δηλαδή πεπεισμένοι Νεοφιλελεύθεροι, αλλά και οικονομικές. Ο πιο συμφέρον οικονομικά τρόπος να τελειώσει την καριέρα του ένα ευρωκράτης είναι ένα συμβόλαιο σε κάποια πολυεθνική με μισθό διπλάσιο του ήδη τεράστιου που είχε στην Κομισιόν. Φυσικά ένα τέτοιο συμβόλαιο δεν θα το έχει ποτέ αν περάσει την καριέρα του πολεμώντας τις πολυεθνικές. Το πέρασμα όμως από τις πολυεθνικές στην ευρωκρατία και τούμπαλιν δε γίνεται πλέον μόνο στο τέλος της καριέρας αλλά όλο και πιο συχνά, δημιουργώντας δύο πάρα πολύ κοντινά κοινωνικά πεδία (με βάση τον ορισμό του Μπουρντιέ).

Οι έδρες των πολυεθνικών – που είναι βασικά πολιτικά κυρίαρχες μέσα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς – είναι συγκεντρωμένες στη ΒΔ Ευρώπη. Υπάρχουν, επίσης, αρκετές και σε Ισπανία και Ιταλία (κυρίως στο βορρά τους), αλλά ελάχιστες από Ελλάδα, Πορτογαλία και ανατολική Ευρώπη.
Ανακεφαλαιώνοντας το πρώτο μέρος για τη γενική λειτουργία της ΕΕ, δείξαμε με αρκετά παραδείγματα ότι: 1) οι οικονομικά ισχυρές χώρες που προηγήθηκαν ιστορικά στην καπιταλιστική ανάπτυξη η αλλιώς αυτές που αποκαλούμε χώρες του οικονομικού πυρήνα[3] της ΕΕ έχουν δομικά πλεονεκτήματα και δομικά υπέρτερη θέση μέσα στο πολιτικό εποικοδόμημα της ΕΕ, 2) οι πολυεθνικές εταιρείες που έχουν ως βάση τις χώρες του οικονομικού πυρήνα ασκούν αυξημένο πολιτικό έλεγχο στο πολιτικό εποικοδόμημα της ΕΕ σε σχέση με τα εθνικά εποιδομήματα που ενσωματώνουν ιστορικές κατακτήσεις της ταξικής πάλης. Η ΕΕ είναι ένα προνομιακό πολιτικό πεδίο για το μεγάλο κεφάλαιο.

Στις δύο επόμενες ενότητες, εστιάζουμε σε κάποιες εξελίξεις που συμβαίνουν στο υπόβαθρο της κρίσης και εντείνουν τα χαρακτηριστικά αυτά.

Β Το νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης

Η Κομισιόν πρωτίστως, το ECOFIN δευτερευόντως και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επίσης, απέκτησαν αυξημένες αρμοδιότητες παρέμβασης στην οικονομική πολιτική των εκλεγμένων κυβερνήσεων, με τις μεταρρυθμίσεις της οικονομικής διακυβέρνησης.

- Πρώτα, καθιερώθηκε το οικονομικό εξάμηνο, ότι δηλαδή κάθε χώρα θα πρέπει να καταθέτει ετησίως οικονομικό πρόγραμμα και η Κομισιόν και το Εκοφίν να το εγκρίνουν

- Έπειτα, αυστηροποιήθηκε το Σύμφωνο Σταθερότητας αυτοματοποιώντας ποινές και πρόστιμα για υπερβολικό έλλειμα και υπερβολικό δημόσιο χρέος. Το γεγονός ότι Γαλλία και Γερμανία είχαν στο παρελθόν γλιτώσει τις ποινές τους λογω της πολιτικής ισχύος τους χρησιμοποιήθηκε ως προπαγανδιστικό εργαλείο για να δοθεί η δυνατότητα στην Κομισιόν να επιβάλει πρόστιμα που θα μπορούσε το Συμβούλιο να ακυρώσει μόνο με ενισχυμένη πλειοψηφία εναντίον τους (62% του πληθυσμού τουλάχιστον). [sixpack]

- Καθιερώθηκε και η μακρο-οικονομική επιτήρηση που περιλαμβάνει όρια στις αυξήσεις μισθών και δυνατότητα προστίμων αν αυτά ξεπερνιούνται [sixpack]

- Με το δεύτερο νομοθετικό πακέτο για την οικονομική διακυβέρνηση, καθιερώθηκε ο έλεγχος των προϋπολογισμών από τις Βρυξέλλες, πάλι με δυνατότητα επιβολής προστίμων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης [twopack]

- Προσφάτως, προστέθηκε η δυνατότητα διακοπής και των πόρων του ταμείου συνοχής σε περίπτωση μη ακολούθησης των συστάσεων οικονομικής πολιτικής

- Με τη δημοσιονομική συνθήκη, το ευρωπαϊκό δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει χώρες αν δεν έχουν βάλει στα συντάγματα τους τα όρια ελλείματος, δομικού ελλείματος και χρέους που προβλέπονται. Στη συνθήκη αυτή, αναφέρονται επίσης τα οικονομικά προγράμματα που συμφωνούνται ανάμεσα στις χώρες και την Κομισιόν.

- Ο νέος στόχος είναι τα προγράμματα αυτά να έχουν χαρακτήρα συμβολαίων που να υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Θα είναι δηλαδή, μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ, πιο ισχυρά, από τις τωρινές διακρατικές δανειακές συμβάσεις της Τρόικας. Στόχος επίσης είναι να ανταμείβουν με επιπλέον κονδύλια χώρες που απορρυθμίζουν πιο γρήγορα την αγορά εργασίας τους.

Κατά τον ίδιο το σχεδιασμό των μεταρρυθμίσεων αυτών είναι δύσκολο να διακρίνουμε ποιες ιδέες έρχονται από την Κομισιόν και τα υπουργεία οικονομικών και ποιες από τη BusinessEurope. Φαίνεται, ότι οι τρεις αυτοί παράγοντες να έχουν αναπτύξει μια απολύτως εναρμονισμένη και συγχρονισμένη σκέψη.

Το νέο αυτό πλαίσιο δίνει τρομερή δύναμη στη μη εκλεγμένη γραφειοκρατία των Βρυξελλών να καθορίσει τις οικονομικές πολιτικές ανεξάρτητα από την εξέλιξη της ταξικής πάλης σε κάθε χώρα και να χρησιμοποιήσει το πολιτικό βάρος όλης της ΕΕ των 28 χωρών για τις επιβάλει. Προσφέρει επίσης ένα προνομιακό πεδίο στο κεφάλαιο για να επηρρεάσεις τις πολιτικές αυτές. Οι πολυεθνικές απευθύνονται κατευθείαν στην Κομισιόν και το ΕΚΟΦΙΝ αντί να ασχολούνται με κάθε χώρα χωριστά.

Το πλαίσιο αυτό αφορά πρώτα και κύρια τις χώρες του Ευρώ. Εκεί είναι που έχει πιο αυστηρή εφαρμογή. Τα όρια για μισθούς, έλλειμμα κλπ. είναι πιο χαμηλά για τις χώρες του Ευρώ σε σχέση με τις άλλες και τα πρόστιμα είναι κυρίως για τις χώρες του Ευρώ. Χωρίζει επίσης ξεκάθαρα τις χώρες σε δύο κατηγορίες: αυτές με τα μεγαλύτερα κι αυτές με τα μικρότερα ελλείμματα. H συντριπτική πλειοψηφία των χωρών έχει ελλείμματα, αλλά και πάλι δεν είναι το ίδιο όταν μιλάμε για τα ελλείμματα της Ολλανδίας ή της Γερμανίας, σε σχέση με αυτά της Ελλάδας ή της Ισπανίας. Η δυνατότητα απειλής ποινών σε κάθε περίπτωση, αφορά τις χώρες που με βάση τη νομοθεσία έχουν υπερβολικά ελλείμματα.

Όσοι υποστηρίζουν ότι είναι δυνατόν να αλλάξουν οι συσχετισμοί εντός ΕΕ και η ΕΕ να αλλάξει χαρακτήρα θα πρέπει να μας εξηγήσουν πιο είναι το πλάνο τους για την ανατροπή όλων αυτών των νομικών μεταρρυθμίσεων που έγιναν από το 2010 κι επέκτειναν παράτυπα το πεδίο αρμοδιοτήτων της ΕΕ. Ακόμα κι αν έχουμε προοδευτική κυβέρνηση σε μια χώρα, αυτή δε θα μπορεί να μπλοκάρει τα πρόστιμα εναντίον της σε περίπτωση αύξησης των μισθών, μη δοσίματος προτεραιότητας στη μείωση του ελλείματος κλπ. Για να την αφήσουν να ακολουθήσει τέτοιες πολιτικές, θα πρέπει να πείσει τα δυο τρία των κυβερνήσεων. Τις ίδιες πλειοψηφίες και ακόμα και ομοφωνία εντός ευρωζώνης θα χρειατεί για να αλλάξει τις συνθήκες και τα νομοθετικά πακέτα. Όταν διαβάζει κανείς αναλύσεις προοδευτικών οπαδών της ΕΕ που αναμένουν από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να παίξουν ένα προοδευτικό ρόλο παρέχοντας χρήμα για δημόσιες επενδύσεις κλπ., αναρωτιέται αν έχουν στο μυαλό τους την πραγματική υπαρκτή ΕΕ ή κάποια άλλη που υπάρχει μόνο στη φαντασία τους.

Τέλος, πρέπει να συγκρατήσουμε ότι ακόμα και χωρίς δανειακή σύμβαση και Τρόικα, η ΕΕ έχει αναπτύξει εντωμεταξύ το οπλοστάσιο για να ασκεί μια μόνιμη και σε βάθος επιτήρηση των οικονομικών πολιτικών σε κανονικές θεσμικές συνθήκες. Στις ευρωεκλογές θα ακούσουμε πολλές προσβολές εναντίον της Τρόικας κι από συστημικούς πολιτικούς, αλλά αυτό που θα εννούν θα είναι να γίνουν τα ίδια με πιο συγκροτημένα και μόνιμα όργανα.

Γ. Η Τραπεζική Ένωση

Η τραπεζική ένωση υποτίθεται ότι είναι και ανάμεσα στις προτεραιότητες της ελληνικής προεδρίας. Το πλαίσιο αυτό θα επιχειρήσει να «λύσει» αυτό που αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα της ΕΕ από την αρχή της κρίσης: το πώς διασώζονται οι τράπεζες που χρεοκοπούν και στη συνέχεια οι χώρες που χρεοκοπούν εξαιτίας των τραπεζών. Η ΕΕ θέλει φυσικά να διαφυλάξει την ιδιωτική ιδιοκτησία των τραπεζών και τη συνέχιση της κερδοσκοπίας τους απέναντι στα κράτη, παρά την περί του αντιθέτου φιλολογία.

Καθιερώθηκε ήδη η επιτήρηση των μεγαλύτερων τραπεζών από την ΕΚΤ (κάτι που πριν έκανε χωρίς επιτυχία μια ειδική ευρωπαϊκή αρχή, η EBA). Αυτή τη στιγμή το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο διαπραγματεύονται το σύστημα ανακεφαλαιoποίησης που θα ισχύσει.

Η προπαγανδιστική ναυαρχίδα του σχεδίου είναι ένα ταμείο που θα δημιουργηθεί με κεφάλαια των τραπεζών ώστε να πάψουν να πληρώνουν οι φορολογούμενοι. Δε βιάζονται όμως. Χρονικό όριο για τη δημιουργία του έχουν βάλει το 2026. Μέχρι τότε κανείς δε γνωρίζει τι θα γίνει. Πρόκειται περισσότερο για ένα εγχείρημα αγοράς πολιτικού χρόνου. Εντωμεταξύ, κάνουν πιο εύκολο το bailin που μέχρι τώρα εφαρμόστηκε μόνο στην Κύπρο δηλαδή το να πληρώνουν οι καταθέτες πάνω από 100.000 ευρώ και οι μέτοχοι. Προβληματικό είναι φυσικά ότι οι δυο κατηγορίες αυτές μπαίνουν στην ίδια μοίρα. Οι μέτοχοι έχουν πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα να ξεφορτωθούν τις μετοχές τους, αφού μπορούν πολύ νωρίτερα να αντιληφθούν ότι το πλοίο βουλιάζει. Σαν «έσχατη λύση» – που στην πραγματικότητα σημαίνει όποτε το επιλέξουν – προβλέπεται το κλασσικό bailout, δηλαδή διάσωση από τους φορολογούμενους πρώτα σε εθνικό επίπεδο κι αν τα λεφτά δε φτάνουν, σε ευρωπαϊκό. Δίνεται λοιπόν για πρώτη φορά δυνατότητα να γίνεται και κατευθείαν διάσωση μιας τράπεζας σε ευρωπαϊκό, αντί να σώζουμε τις τράπεζες μόνο μέσω επιχειρήσεων «διάσωσης» κρατών. Επειδή όμως υπήρχαν δυσάρεστες εμπειρίες, στην προηγούμενη φάση, με το φινλανδικό ή το σλοβάκικο κοινοβούλιο να απειλούν ότι δε θα εγκρίνουν το bailout πχ. για την Ελλάδα, η ενίσχυση από τους φορολογούμενους τραπεζών ή χωρών δε θα περνάει πια από τα εθνικά κοινοβούλια. Γι’αυτό φτιάξαν τον Eυρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης για να διασώζει αυτόματα όποιον απειλείται.

Σε αυτόν οι ψήφοι της κάθε χώρας εξαρτώνται κατευθείαν από το κατατεθειμένο κεφάλαιο της. Ως αποτέλεσμα, η Γερμανία και συγκεκριμένα η BundesBank έχει δικαίωμα βέτο. Οι Γάλλοι θα προσπαθήσουν να μετριάσουν κάπως τη δυνατότητα αυτή, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι μόνο αν οι Γερμανοί το θέλουν θα γίνεται bailout, bailin ή απλή χρεοκοπία α λα Λέμαν κάποιας τράπεζας ή και χώρας. Το παιχνίδι επίσης πάει στα χέρια των κεντρικών τραπεζών, που αποτελούν επίσης προνομιακό πεδίο επιρροής των τραπεζιτών πολύ περισσότερο από τις κυβερνήσεις. Το Συμβούλιο θα έχει δικαίωμα να βάλει βέτο σε μια επιχείρηση διάσωσης μέσα σε δυο μέρες. Το κοινοβούλιο παλεύει να είναι το νέο όργανο όσο πιο «ευρωπαϊκό» γίνεται, δηλαδή όσο πιο γραφειοκρατικό και διασφαλισμένο από πολιτικές πιέσεις της βάσης.

Προς το παρόν βέβαια τα χρήματα του ταμείου δε θα αρκούσαν για να σωθούν χώρες όπως η Ιταλία ή ακόμα και ορισμένες πολύ μεγάλες τράπεζες, οπότε θα έπρεπε και πάλι να περάσουν από τα κοινοβούλια. Το ΕΜΣ όμως τους δίνει μια δυνατότητα πρώτης αντίδρασης και σίγουρα θα υπάρξουν πιέσεις για αύξηση του κεφαλαίου τα επόμενα χρόνια.

Ιδιαίτερη σημασία έχει ότι λένε ότι αυτό που θέλουν να κάνουν είναι να διαχωρίσουν τις τράπεζες από την εθνική κυριαρχία. Αυτό δεν έχει μόνο την έννοια της ενίσχυσης της ΕΕ σε βάρος των κρατών, αλλά και την έννοια της απομάκρυνσης τους από τη λαϊκή δημοκρατική κυριαρχία και την υπαγωγή τους στους κεντρικούς τραπεζίτες που θα ψηφίζουν με διαδικασίες όμοιες εκείνων μιας μετοχικής εταιρείας. Το δημόσιο ταμείο των ευρωπαίων φορολογουμένων θέλουν να το διαχειρίζονται με τέτοιους όρους και όχι με όρους δημοκρατικού ελέγχου.

Συμπέρασμα

Με τους νέους μηχανισμούς διάσωσης που δημιουργούνται, οι ιεραχικές σχέσεις μεταξύ των κρατών θεσμοποιούνται – επισημοποιούνται ακόμα περισσότερο. Επίσης, αποκτούν κυριαρχικές αρμοδιότητες όργανα και σώματα μη εκλεγμένα, με πολύ μακρινή σχέση με οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία και που τελούν υπό τον πολιτικό έλεγχο των τραπεζών και των πολυεθνικών.

Η μοιρά των λαών της ευρωπαϊκής περιφέρειας μέσα σε μια τέτοια ένωση δεν είναι άλλη παρά αυτή της εσωτερικής αποικίας: μιας απέραντης ειδικής οικονομικής ζώνης – διαμετακομιστικού κέντρου για την κερδοφορία των μεγάλων πολυεθνικών.

Η ομαλή μεταρρύθμιση της ΕΕ μέσα από τις πολιτικές διαδικασίες που καθιερώνουν οι Συνθήκες της δεν είναι δυνατή. Ακόμα κι αν κάποτε ήταν, σήμερα σίγουρα δεν είναι πια.

Μόνη λύση είναι η αμφισβήτηση του ίδιου του περιφερειακού χαρακτήρα των οικονομιών μας με την αλλαγή της διακλαδικής δομής τους, που μόνο με τις δυνάμεις της εργασίας στο τιμόνι μπορεί να γίνει. Απαραίτητη προϋπόθεση γι’αυτή είναι η αταλάντευτη απόφαση ρήξης με τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό πυρήνα και το πολιτικό οικοδόμημα της ΕΕ.

Η στάση πληρωμών, η εθνικοποίηση των τραπεζών κι άλλων κλάδων υπό εργατικό και λαϊκό έλεγχο, η έκδοση εθνικού νομίσματος και η κήρυξη απειθαρχίας στην ΕΕ, είναι οι απαραίτητες πρώτες ενέργειες σε μια τέτοια πορεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου